- κατεπειγόντως
- επίρρ. πολύ βιαστικά, ταχύτατα, επειγόντως.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-επείγων, -οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. κατ-επείγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στην εφημερίδα Φιλόπατρις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κατεσπευσμένος — η, ο αυτός που γίνεται πολύ βιαστικά, εσπευσμένος, βιαστικός. επίρρ... κατεσπευσμένως και α (Α κατεσπευσμένως) κατεπειγόντως, με πολύ βιαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεσπευσμένος τού κατασπεύδομαι] … Dictionary of Greek
κατηπειγμένως — (Α) επίρρ. κατεπειγόντως, γρήγορα, εσπευσμένα («κατηπειγμένως ποιεΐσθαι τήν έκστρατείαν», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηπειγμένος τού ρ. κατεπείγομαι] … Dictionary of Greek